αίτιος

αίτιος
-ια, -ιο (AM αἴτιος, -ία, -ιον και σπάνια -ιος, -ιον)
1. (στα νεοελλ. ως ουσ.) ο αίτιος, αυτός εξαιτίας τού οποίου συμβαίνει κάτι, υπαίτιος, υπεύθυνος
2. το ουδ. ως ουσ. το αίτιο*
(μσν. -αρχ.)
1. (και ως ουσ.) ένοχος κολάσιμης πράξης, υπόδικος, κατηγορούμενος
αρχ.
(στον υπερθ.) αἰτιώτατος, -η, -ον ο κυρίως, ο κατ’ εξοχήν αίτιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. *αἶτος «μέρος, κομμάτι» (διασώζεται στο σύνθετο ἔξαιτος «περιζήτητος, επίλεκτος»*) < ρ. αἴνυμαι «αδράχνω, πιάνω, παίρνω». Συμφωνα με την ετυμολογική του προέλευση, το αἴτιος αρχικά θα σήμαινε «αυτός που έχει μερίδιο από κάτι», άρα «ο υπεύθυνος για κάτι, ο αίτιος» — πρβλ. και τις λ. αἶσα, αἰτία, αἰτῶ. Κατά τον Schwyzer, η διατήρηση τού -τ-προ τού -ι- (αντί τής κανονικής τροπής του σε -σ-) οφείλεται σε προφύλαξη, δηλ. στην αποφυγή συγχύσεως τού επιθέτου αἴτιος με το αἴσιος.
ΣΥΝΘ. ἀναίτιος, ὑπαίτιος
αρχ.
ἐπαίτιος, μεταίτιος, συμμεταίτιος, παναίτιος, παραίτιος, συναίτιος, φιλαίτιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αἴτιος — culpable masc nom sg αἴτιος culpable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίτιος — α, ο 1. ο υπεύθυνος, ο υπόλογος για κάτι: Αυτός ήταν ο αίτιος της καταστροφής τους. 2. το ουδ. ως ουσ., το αίτιο η αιτία: Το κύριο αίτιο για την κατάσταση αυτή είναι η οικονομική αστάθεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αἰτιώτερον — αἴτιος culpable adverbial comp αἴτιος culpable masc acc comp sg αἴτιος culpable neut nom/voc/acc comp sg αἴτιος culpable masc acc comp sg αἴτιος culpable neut nom/voc/acc comp sg αἴτιος culpable adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιωτάτω — αἴτιος culpable masc/neut nom/voc/acc superl dual αἴτιος culpable masc/neut gen superl sg (doric aeolic) αἴτιος culpable masc/neut nom/voc/acc superl dual αἴτιος culpable masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιωτάτων — αἴτιος culpable fem gen superl pl αἴτιος culpable masc/neut gen superl pl αἴτιος culpable fem gen superl pl αἴτιος culpable masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιωτέρων — αἴτιος culpable fem gen comp pl αἴτιος culpable masc/neut gen comp pl αἴτιος culpable fem gen comp pl αἴτιος culpable masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιώτατα — αἴτιος culpable adverbial superl αἴτιος culpable neut nom/voc/acc superl pl αἴτιος culpable adverbial superl αἴτιος culpable neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιώτατον — αἴτιος culpable masc acc superl sg αἴτιος culpable neut nom/voc/acc superl sg αἴτιος culpable masc acc superl sg αἴτιος culpable neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτίω — αἴτιος culpable masc/neut nom/voc/acc dual αἴτιος culpable masc/neut gen sg (doric aeolic) αἴτιος culpable masc/fem/neut nom/voc/acc dual αἴτιος culpable masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) αἰτέω ask pres subj act 1st sg (doric) αἰτέω ask pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴτιον — αἴτιος culpable masc acc sg αἴτιος culpable neut nom/voc/acc sg αἴτιος culpable masc/fem acc sg αἴτιος culpable neut nom/voc/acc sg αἰτέω ask imperf ind act 3rd pl (doric) αἰτέω ask imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”